- προσεταιρούμαι
- -έομαι, Αβλ. προσεταιρίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεταιρίζομαι — ΝΜΑ, και προσεταιροῡμαι, έομαι, Α [ἑταιρίζω, ομαι] εξασφαλίζω την ευνοϊκή στάση κάποιου απέναντι μου, παίρνω κάποιον με το μέρος μου (α. «προσεταιρίστηκε τους πιο φανατικούς», β. «... ὁ Κλεισθένης τὸν δῆμον προσεταιρίζεται», Ηρόδ.) αρχ. 1. κάνω… … Dictionary of Greek